Όπως συνηθίζω να λέω, το χέρι βάζει στον καμβά αυτό που υπάρχει μέσα στο μυαλό. Τις σκέψεις σου, δεν μπορείς να τις ορίσεις και δύσκολα θα μπορέσεις να κάνεις καινούριες, αν πρώτα δεν ξεφορτωθείς αυτές που ήδη υπάρχουν μέσα στο κεφάλι σου.
Έτσι λοιπόν και εγώ, απόλυτα επηρεασμένη από την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μου, δεν μπορώ να στρέψω αλλού την προσοχή μου, παρά μόνο στην καταστροφή που βλέπω γύρω μου. Στους ανθρώπους , στις περιουσίες τους, στη βλάστηση και στα ζώα. Καθόμαστε και χαζεύουμε ως θεατές, μια τραγωδία που εξελίσσεται στον πραγματικό στίβο της ζωής και όχι στο θεατρικό σανίδι. Χωρίς ίχνος υπερβολής θα πω, πως πραγματικά κλαίει η ψυχή μου, για όλα αυτά που συμβαίνουν στη χώρα μου.
Για λόγους που κανείς μας δεν μπορεί να καταλάβει, έχει ξεσπάσει ένας πύρινος πόλεμος. Ο εχθρός χτυπάει ύπουλα, και στο πέρασμά του αφήνει την απόλυτη καταστροφή και απελπισία. Αν δεν προλάβει να φέρει τον θάνατο με μια μονοκονδυλιά, δεν τα παρατάει και τους καταδιώκει μέχρι να αφήσει τους ανθρώπους, όπως τους γέννησε η μάνα τους, παίρνοντας τους ότι είχαν δημιουργήσει μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή που σβήνει μ ένα πέρασμα της φωτιάς.
Αν πάλι είσαι από τους άλλους, τους τυχερούς, που δεν τους έπιασε η μονοκονδυλιά, κάθεσαι και απλά κοιτάς νιώθοντας τυχερός που δεν σε πήρε και σένα η φωτιά μαζί της. Σε άφησε να κάθεσαι εκεί δίπλα σε μια στοίβα από στάχτες φτιαγμένες από την προσπάθεια όλης σου της ζωή. Μιας προσπάθειας που τελικά έγινε πολλά μικρά γκρίζα κομματάκια άνθρακα.
Φαντάζει αδύνατο να ξαναχτίσεις την ζωή σου πάνω στη στάχτη. Μένεις εκεί και απλά κοιτάς.
Πλέον δεν ακούγεται τίποτε. Ούτε ο ήχος της φωτιάς που πριν λίγο σε τρόμαζε. Ένας ήχος-κράμα από δέντρα που σιγοψιθυρίζουν ξεψυχώντας, και από τις απελπισμένες φωνές των αθώων ζώων, που δεν θα καταλάβουν ποτέ το λόγο αυτής της συμφοράς. Απόλυτη ησυχία.
Κάποιοι δεν λογάριασαν πως αυτή η γη δεν ανήκει σε κανέναν. Πως σ αυτήν την γη, υπάρχουν και άλλοι ένοικοι, τόσο αθώοι και τόσο καλόβουλοι . Ένοικοι που έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλους, σ αυτόν τον τόπο που πατάς. Και το να τον πατάς μόνο φυσικά και δεν πειράζει. Το μεγάλο ζήτημα είναι ότι τον καταπατάς. Τον καταστρέφεις και μαζί μ αυτόν παίρνεις και τις ζωές των αθώων ενοίκων της.
Αθώα πλάσματα που απλά τρέχουν από ένστικτο για να σώσουν την ζωή τους.
Χωρίς να ξέρουν γιατί κάποιος βάλθηκε να τους χαλάσει την φωλιά τους ,να τους πάρει το φαγητό τους και να τους σκοτώσει τα μωρά τους. Μάτια γεμάτα φόβο, που κοιτάνε πίσω για να δουν αν έχουν φύγει αρκετά μακριά από το πύρινο φώς που τους κυνηγάει. Μάτια γεμάτα απελπισία, που κανείς δεν βλέπει, και κανένας δεν νοιάζεται για το πώς νιώθουν αυτά τα πλάσματα. Γιατί πολύ απλά νομίζεις ότι δεν νιώθουν. Δεν θέλεις να μάθεις τι θα απογίνουν γιατί απλά το μόνο που ενδιαφέρει τον αυτοκαταστροφικό άνθρωπο που νομίζει ότι τα πάντα μπορεί να τα ελέγξει και να τα ορίσει είναι η κατάκτηση. Η κατάκτηση με όποιο κόστος.
Μα η κατάκτηση ποιανού;
Έχοντας ζήσει και ζώντας κοντά σε ζώα, καταθέτω πως αυτά τα πλάσματα έχουν ένα και μοναδικό ρόλο πάνω στη γη. Να μας μάθουν τι σημαίνει αγάπη και προστασία.
Δεν γινόταν λοιπόν, παρά να βάλω στον καμβά μου, αυτή την σκέψη που με στοιχειώνει.
Στο μυαλό μου γυρίζει η εικόνα της απελπισίας των υπέροχων αυτών ζώων. Η παλέτα σήμερα δυσανασχετεί, γιατί είχε αρχίσει να συνηθίζει σε φωτεινά χρώματα, όμως σήμερα όλα σκεπάστηκαν από το σκούρο καφέ των δέντρων, το γκρι της στάχτης που υπάρχει παντού, και την κυρίαρχη θέση του κόκκινου και του πορτοκάλι.
Η κακιά μάγισσα που με τα όμορφα χρώματα της παραπλανά τα θύματα και τα εγκλωβίζει στη δίνη της. Όταν το άψυχο σώμα πέσει κάτω, το μόνο που θα μείνει για πάντα, είναι τα περήφανα κέρατα του και εκείνο το γεμάτο φόβο βλέμμα που κοιτάει πίσω. Ένα βλέμμα που μέσα καθρεπτίζεται η φωτιά. Ανεξίτηλο το βλέμμα τους, για όποιον το έχει δει ή για όποιον έχει την ευαισθησία να το φανταστεί, και το γιατί τους εκκωφαντικό.